↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγχορδία οι συγχορδίες
      γενική της συγχορδίας των συγχορδιών
    αιτιατική τη συγχορδία τις συγχορδίες
     κλητική συγχορδία συγχορδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγχορδία < λείπει η ετυμολογία
 
Συγχορδία αποτελούμενη από τρεις νότες.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συγχορδία θηλυκό

  1. (μουσική) το ταυτόχρονο παίξιμο τριών ή περισσότερων μουσικών φθόγγων

Συνώνυμα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συγχορδία θηλυκό

  1. η αρμονία