συγχορδία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συγχορδία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συγχορδία θηλυκό
- (μουσική) το ταυτόχρονο παίξιμο τριών ή περισσότερων μουσικών φθόγγων
Συνώνυμα επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συγχορδία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συγχορδία θηλυκό
- η αρμονία