chord
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
chord | chords |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαchord (en)
- (μουσική) η συγχορδία, το ακομπανιαμέντο
- ⮡ major/minor chords - κύριες/δευτερεύουσες συγχορδίες
- (γεωμετρία) η χορδή
- (μουσική) η χορδή, σώμα με μορφή νήματος που τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και, όταν πάλλεται, παράγει ήχο