Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
string strings

string (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το νήμα, η κλωστή, το σκοινάκι, ένα μακρύ, λεπτό υλικό που χρησιμοποιείται για το δέσιμο των πραγμάτων μεταξύ τους
  2. η αρμαθιά, η αρμάθα, πράγματα περασμένα σε σκοινί
    ⮡  a string of keys - μια αρμαθιά κλειδιά
    ⮡  a string of figs/garlic - μια αρμάθα σύκα/σκόρδα
  3. η σειρά, το κομπολόι, μια σειρά πραγμάτων ή ανθρώπων που έρχονται κοντά το ένα μετά το άλλο
    ⮡  a string of cars/tourists - σειρά αυτοκίνητα/τουρίστες
    ⮡  a string of abuse/of lies - κομπολόι από βρισιές/από ψέματα
    ⮡  He said a string of lies.
    Λέει τα ψέματα κομπολόι.
  4. (μουσική) η χορδή, σώμα με μορφή νήματος, από έντερο ή τένοντα ζώου ή μέταλλο, που τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και, όταν πάλλεται, παράγει ήχο
    ⮡  the strings of the guitar - οι χορδές της κιθάρας
     συνώνυμα: chord
  5. η χορδή τόξου
    ⮡  I am tightening the string of my bow.
    Τεντώνω τη χορδή του τόξου μου.
     συνώνυμα: bowstring
  6. (πληροφορική) η συμβολοσειρά, η στοιχειοσειρά
    ⮡  Strings are text, written within double or single quotes.
    Οι συμβολοσειρές είναι κείμενο, γραμμένο μέσα σε διπλά ή μόνο εισαγωγικά.
  7. νήμα, νημάτιο
  8. στρινγκ, στρινγκάκι

Εκφράσεις

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας string
γ΄ ενικό ενεστώτα strings
αόριστος strung
παθητική μετοχή strung
ενεργητική μετοχή stringing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

string (en)

  1. περνώ χορδή, καλώδιο, σπάγγο
  2. τοποθετώ χορδές σε έγχορδο όργανο, ή σε πληκτροφόρο με χορδές

Παράγωγα

επεξεργασία