Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
string strings

string (en)

  1. η χορδή
  2. νήμα, νημάτιο
  3. στρινγκ, στρινγκάκι
  4. (πληροφορική) συμβολοσειρά, στοιχειοσειρά[1]
    ※  Strings are text, written within double or single quotes [2]
    «Οι συμβολοσειρές είναι κείμενο, γραμμένο μέσα σε διπλά ή μόνο εισαγωγικά»
    Υπερώνυμα: collection, sequential (data structure)
    Υπώνυμα: alphanumeric, alphanumerical

Εκφράσεις επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας string
γ΄ ενικό ενεστώτα strings
αόριστος strung
παθητική μετοχή strung
ενεργητική μετοχή stringing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

string (en)

  1. περνώ χορδή, καλώδιο, σπάγγο
  2. τοποθετώ χορδές σε έγχορδο όργανο, ή σε πληκτροφόρο με χορδές

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
  2. (αγγλικά) JavaScript Syntax. Πρόσβαση 2021-03-07.