string
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
string | strings |
string (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το νήμα, η κλωστή, το σκοινάκι, ένα μακρύ, λεπτό υλικό που χρησιμοποιείται για το δέσιμο των πραγμάτων μεταξύ τους
- η αρμαθιά, η αρμάθα, πράγματα περασμένα σε σκοινί
- ⮡ a string of keys - μια αρμαθιά κλειδιά
- ⮡ a string of figs/garlic - μια αρμάθα σύκα/σκόρδα
- η σειρά, το κομπολόι, μια σειρά πραγμάτων ή ανθρώπων που έρχονται κοντά το ένα μετά το άλλο
- ⮡ a string of cars/tourists - σειρά αυτοκίνητα/τουρίστες
- ⮡ a string of abuse/of lies - κομπολόι από βρισιές/από ψέματα
- ⮡ He said a string of lies.
- Λέει τα ψέματα κομπολόι.
- (μουσική) η χορδή, σώμα με μορφή νήματος, από έντερο ή τένοντα ζώου ή μέταλλο, που τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και, όταν πάλλεται, παράγει ήχο
- η χορδή τόξου
- (πληροφορική) η συμβολοσειρά, η στοιχειοσειρά
- ⮡ Strings are text, written within double or single quotes.
- Οι συμβολοσειρές είναι κείμενο, γραμμένο μέσα σε διπλά ή μόνο εισαγωγικά.
- ⮡ Strings are text, written within double or single quotes.
- νήμα, νημάτιο
- στρινγκ, στρινγκάκι
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | string |
γ΄ ενικό ενεστώτα | strings |
αόριστος | strung |
παθητική μετοχή | strung |
ενεργητική μετοχή | stringing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
string (en)
- περνώ χορδή, καλώδιο, σπάγγο
- τοποθετώ χορδές σε έγχορδο όργανο, ή σε πληκτροφόρο με χορδές