string
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
string | strings |
string (en)
- η χορδή
- νήμα, νημάτιο
- στρινγκ, στρινγκάκι
- (πληροφορική) συμβολοσειρά, στοιχειοσειρά[1]
- ※ Strings are text, written within double or single quotes [2]
- «Οι συμβολοσειρές είναι κείμενο, γραμμένο μέσα σε διπλά ή μόνο εισαγωγικά»
- Υπερώνυμα: collection, sequential (data structure)
- Υπώνυμα: alphanumeric, alphanumerical
- ※ Strings are text, written within double or single quotes [2]
Εκφράσεις επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | string |
γ΄ ενικό ενεστώτα | strings |
αόριστος | strung |
παθητική μετοχή | strung |
ενεργητική μετοχή | stringing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
string (en)
- περνώ χορδή, καλώδιο, σπάγγο
- τοποθετώ χορδές σε έγχορδο όργανο, ή σε πληκτροφόρο με χορδές
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
- string along
- string delimiter / οριοθέτης συμβολοσειράς : χαρακτήρες, όπως τα μονά εισαγωγικά (') και τα διπλά εισαγωγικά ("), που ορίζουν μια συμβολοσειρά μέσα σε μια άλλη συμβολοσειρά
επεξεργασία
- ↑ από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
- ↑ (αγγλικά) JavaScript Syntax. Πρόσβαση 2021-03-07.