αρμάθα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρμάθα | οι | αρμάθες |
γενική | της | αρμάθας | των | αρμαθών |
αιτιατική | την | αρμάθα | τις | αρμάθες |
κλητική | αρμάθα | αρμάθες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρμάθα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρμάθα θηλυκό
- πολλά όμοια πράγματα που είναι περασμένα σε κλωστή
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρμάθα
|