Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
bowstring
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
bowstring
bowstrings
Ετυμολογία
επεξεργασία
bowstring
<
bow
+
string
Ουσιαστικό
επεξεργασία
bowstring
(en)
η
χορδή
ενός τόξου
⮡
I am tightening my
bowstring
.
Τεντώνω τη
χορδή του τόξου
μου.
≈
συνώνυμα
:
string
Πηγές
επεξεργασία
bowstring
-
Oxford Learner's Dictionaries