bow
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bow | bows |
bow (en)
- (οπλισμός) το τόξο
- το λύγισμα
- (μουσική) το δοξάρι
- (ναυτικός όρος) η πλώρη, η πρώρα
- → δείτε τον όρο bow thruster
Ρήμα επεξεργασία
bow (en)
ενικός | πληθυντικός |
bow | bows |
bow (en)
bow (en)