Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ΔΦΑ : /baʊ/

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bow bows

bow (en)

  1. το λύγισμα
  2. (ναυτικός όρος) η πλώρη, η πρώρα
     δείτε τον όρο bow thruster
ενεστώτας bow
γ΄ ενικό ενεστώτα bows
αόριστος bowed
παθητική μετοχή bowed
ενεργητική μετοχή bowing

bow (en)

  1. γέρνω
  2. σκύβω
  3. υποκλίνομαι, προσκυνώ

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bəʊ/

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bow bows

bow (en)

  1. (οπλισμός) το τόξο
      He took an arrow from the quiver and placed it in the bow.
    Έβγαλε ένα βέλος από τη φαρέτρα και το τοποθέτησε στο τόξο.
  2. ο φιόγκος
      She tied the ribbon into a bow.
    Έδεσε την κορδέλα φιόγκο.
      His shoelaces were tied in a bow.
    Τα κορδόνια παπουτσιών του ήταν δεμένα φιόγκο.
      The dress had a large bow at the neckline.
    Το φόρεμα είχε στο ντεκολτέ ένα μεγάλο φιόγκο.
  3. (μουσική) το δοξάρι
      The violinist used the bow with great skill.
    Ο βιολιστής χρησιμοποιούσε το δοξάρι με μεγάλη δεξιοτεχνία.