υποκλίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποκλίνομαι < αρχαία ελληνική ὑποκλίνομαι ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική s’incliner)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.poˈkli.no.me/
Ρήμα
επεξεργασίαυποκλίνομαι (αποθετικό ρήμα)
- σκύβω λίγο λυγίζοντας κάπως τα γόνατα, για να χαιρετήσω επίσημα, να ευχαριστήσω ή ν’ αναγνωρίσω την αξία κάποιου
- ※ Και μόνο όταν ο κόσμος τον χειροκροτούσε όρθιος κι αυτός υποκλινόταν με το χέρι στο στήθος, μόνο τότε επέστρεψε στον εαυτό του. (Μάκης Πανώριος, Ηθοποιός [διήγημα])
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υποκλίνομαι