Δείτε επίσης: πρῷρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρώρα οι πρώρες
      γενική της πρώρας των πρωρών
    αιτιατική την πρώρα τις πρώρες
     κλητική πρώρα πρώρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρώρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρῷρα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɾo.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρώ‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρώρα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία