• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ακρόπρωρο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακρόπρωρο τα ακρόπρωρα
      γενική του ακρόπρωρου των ακρόπρωρων
    αιτιατική το ακρόπρωρο τα ακρόπρωρα
     κλητική ακρόπρωρο ακρόπρωρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ακρόπρωρο < άκρο + πρώρα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακρόπρωρο ουδέτερο

  • (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) ξύλινο σκαλιστό κόσμημα που έφεραν άλλοτε τα ιστιοφόρα στην πλώρη τους

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • ακρόπλωρο
  • ακροστόλι

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • ακρόπρωρο στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ακρόπρωρο
  • αγγλικά : figurehead (en)
  • γαλλικά : figure de proue (fr)
  • γερμανικά : Galionsfigur (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ακρόπρωρο&oldid=5449914"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 12:27

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 12:27. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας