σκοινάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκοινάκι | τα | σκοινάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σκοινάκι | τα | σκοινάκια |
κλητική | σκοινάκι | σκοινάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σκοινάκι < σκοινί + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκοινάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη σχοινάκι