ενεστώτας string along
γ΄ ενικό ενεστώτα strings along
αόριστος strung along
παθητική μετοχή strung along
ενεργητική μετοχή stringing along

  Ετυμολογία

επεξεργασία
string along < → δείτε τις λέξεις string και along

string along (en)

  • (ανεπίσημο) αφήνω κάποιον να πιστέψει κάτι χωρίς να είναι αλήθεια
    ⮡  He will string her along for a few months and then he will drop her.
    Θα πάει μαζί της για λίγους μήνες κι έπειτα θα την παρατήσει.