Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιλυμένος η επιλυμένη το επιλυμένο
      γενική του επιλυμένου της επιλυμένης του επιλυμένου
    αιτιατική τον επιλυμένο την επιλυμένη το επιλυμένο
     κλητική επιλυμένε επιλυμένη επιλυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιλυμένοι οι επιλυμένες τα επιλυμένα
      γενική των επιλυμένων των επιλυμένων των επιλυμένων
    αιτιατική τους επιλυμένους τις επιλυμένες τα επιλυμένα
     κλητική επιλυμένοι επιλυμένες επιλυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.liˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐λυ‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

επιλυμένος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία