άδετος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άδετος | η | άδετη | το | άδετο |
γενική | του | άδετου | της | άδετης | του | άδετου |
αιτιατική | τον | άδετο | την | άδετη | το | άδετο |
κλητική | άδετε | άδετη | άδετο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άδετοι | οι | άδετες | τα | άδετα |
γενική | των | άδετων | των | άδετων | των | άδετων |
αιτιατική | τους | άδετους | τις | άδετες | τα | άδετα |
κλητική | άδετοι | άδετες | άδετα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαάδετος, -η, -ο
- που δεν έχει δεθεί, λυτός
- τα κορδόνια σου είναι άδετα
- (για βιβλίο) χωρίς βιβλιοδεσία