πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιβλιοδεσία οι βιβλιοδεσίες
      γενική της βιβλιοδεσίας των βιβλιοδεσιών
    αιτιατική τη βιβλιοδεσία τις βιβλιοδεσίες
     κλητική βιβλιοδεσία βιβλιοδεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
βιβλιοδεσία < βιβλιοδέ(της) + -σία < μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Buchbinderei[1]
Η λέξη μαρτυρείται από το 1866

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βιβλιοδεσία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία