συρραφή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συρραφή | οι | συρραφές |
γενική | της | συρραφής | των | συρραφών |
αιτιατική | τη | συρραφή | τις | συρραφές |
κλητική | συρραφή | συρραφές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- συρραφή < < αρχαία ελληνική συρραφή
Ουσιαστικό επεξεργασία
συρραφή θηλυκό
- ένωση δύο ή περισσότερων πραγμάτων με ραφή
- (μεταφορικά) η συνένωση διαφόρων κειμένων για τη δημιουργία ενός ενιαίου
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταφορικά