Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συρραφή οι συρραφές
      γενική της συρραφής των συρραφών
    αιτιατική τη συρραφή τις συρραφές
     κλητική συρραφή συρραφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συρραφή < < αρχαία ελληνική συρραφή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συρραφή θηλυκό

  1. ένωση δύο ή περισσότερων πραγμάτων με ραφή
  2. (μεταφορικά) η συνένωση διαφόρων κειμένων για τη δημιουργία ενός ενιαίου

  Μεταφράσεις επεξεργασία