patchwork
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
patchwork | patchworks |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpatchwork (en)
- η κουρελού, χαλί, πάπλωμα, μαντίλι, τραπεζομάντιλο ή άλλο ύφασμα αποτελούμενο από πολλά μικρότερα κομμάτια υφάσματος
- ⮡ a patchwork quilt with fringes - κουρελού με κρόσσια
- ⮡ a floor covered with patchwork rugs - πάτωμα στρωμένο με κουρελούδες
- η συρραφή, ένα πράγμα που αποτελείται από πολλά διαφορετικά κομμάτια ή μέρη
- ⮡ His essay was a patchwork of stolen ideas.
- Η έκθεσή του ήταν συρραφή από κλεμμένες ιδέες.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hodgepodge
- ⮡ His essay was a patchwork of stolen ideas.
Πηγές
επεξεργασία- patchwork - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 854. ISBN 9780194325684., λήμμα: συρραφή