κουρελού
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουρελού < κουρελ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού [1][2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ku.ɾeˈlu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐ρε‐λού
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουρελού θηλυκό
- θηλυκό του κουρελής
- (ύφασμα) είδος υφαντού χαλιού, μικρού μεγέθους, που συνθέτεται από κομμάτια διαφόρων υφασμάτων ή περίσσεια νημάτων
- → δείτε και τη λέξη κιλίμι
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κουρέλι
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κουρελής
ντυμένη με κουρέλια
→ δείτε τη λέξη ρακένδυτη |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κουρελής, κουρελού, κουρελού - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ κουρελού - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)