κιλίμι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κιλίμι | τα | κιλίμια |
γενική | του | κιλιμιού | των | κιλιμιών |
αιτιατική | το | κιλίμι | τα | κιλίμια |
κλητική | κιλίμι | κιλίμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κιλίμι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική کلیم (kilim) (τουρκική kilim) < περσική گلیم (gilīm)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciˈli.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐λί‐μι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακιλίμι ουδέτερο
- χειροποίητος τάπητας που υφαίνεται στον αργαλειό
- ※ Ήταν ένα μικρό δωμάτιο στρωμένο με κιλίμια στο χρώμα της σκουριάς. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])