κουρέλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουρέλι | τα | κουρέλια |
γενική | του | κουρελιού | των | κουρελιών |
αιτιατική | το | κουρέλι | τα | κουρέλια |
κλητική | κουρέλι | κουρέλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουρέλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουρέλλιν με απλοποίηση της ορθογραφίας < υστερολατινική *corellium < λατινική corium (δέρμα) [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ker- (κόβω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kuˈɾe.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐ρέ‐λι
- τονικό παρώνυμο: Κουρελή (γυναικείο επώνυμο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουρέλι ουδέτερο
- κομμάτι ύφασμα που είναι πολύ παλιό και πολύ φθαρμένο
- (μεταφορικά, σκωπτικό) κακό ή παλιό ρούχο
- (κατ’ επέκταση) αντικείμενο από χαρτί που είναι σκισμένο και λερωμένο
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός ανθρώπου που έχει υποστεί ηθική ή σωματική ταλαιπωρία σε μεγάλο βαθμό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- κατακουρέλιασμα
- κατακουρελιάζω
- κουρέλα
- κουρελάκι
- κουρελαρία
- κουρελαριό
- κουρέλας
- κουρελέ
- κουρελιάζω
- κουρελιάρης
- κουρελιάρικος
- κουρέλιασμα
- κουρελιασμένος
- κουρελίδικος
- κουρελογειτονιά
- κουρελομάνι
- κουρελοντυμένος
- κουρελόπανο
- κουρελοπρολεταριάτο
- κουρελού
- κουρελοφορεμένος
- κουρελόχαρτο
- ξεκουρελιάζομαι
- ξεκουρελιάζω
- παλιοκούρελο
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουρέλι
- ↑ κουρέλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας