Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουρελόχαρτο τα κουρελόχαρτα
      γενική του κουρελόχαρτου των κουρελόχαρτων
    αιτιατική το κουρελόχαρτο τα κουρελόχαρτα
     κλητική κουρελόχαρτο κουρελόχαρτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουρελόχαρτο < κουρελό- + -χαρτο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουρελόχαρτο ουδέτερο

  1. χαρτί χαμηλής αξίας, πχ. σε κακή κατάσταση ή για πέταγμα
    ※  Ο άνεμος παράσερνε τη σκόνη μαζί με ανακατωμένα κουρελόχαρτα. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])
  2. επίσημο έγγραφο ή χαρτονόμισμα που δεν έχει αξία (και επομένως θα μπορούσε να πάει στα σκουπίδια όπως τα κουρέλια)
    οι κυβερνητικοί θα μας κάνουν το Σύνταγμα κουρελόχαρτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία