κουρελόχαρτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακουρελόχαρτο ουδέτερο
- χαρτί χαμηλής αξίας, πχ. σε κακή κατάσταση ή για πέταγμα
- ※ Ο άνεμος παράσερνε τη σκόνη μαζί με ανακατωμένα κουρελόχαρτα. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])
- επίσημο έγγραφο ή χαρτονόμισμα που δεν έχει αξία (και επομένως θα μπορούσε να πάει στα σκουπίδια όπως τα κουρέλια)
- ⮡ οι κυβερνητικοί θα μας κάνουν το Σύνταγμα κουρελόχαρτο