πέταγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πέταγμα < πετώ + -μα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπέταγμα ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πετώ
Δείτε επίσης : πέταμα |
πέταγμα ουδέτερο