Ετυμολογία

επεξεργασία
vol < voler

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vol vols

vol (fr) αρσενικό

  1. η κλοπή, η σύληση, η κλεψιά
  2. η πτήση
  3. (τεχνολογία) το άνοιγμα φτερών ενός πτηνού ή ιπτάμενης συσκευής