Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πτήση οι πτήσεις
      γενική της πτήσης* των πτήσεων
    αιτιατική την πτήση τις πτήσεις
     κλητική πτήση πτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πτήσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτήση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πτῆσις και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική vol[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πτή‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτήση θηλυκό

  1. (φυσική, βιολογία, αεροπορικός όρος) η ενέργεια του πετώ, το πέταγμα στον αέρα (όχι η ρίψη αντικειμένου ή ανθρώπου, το πέταμα δηλαδή, που έχει άλλη ρίζα και διαφορετικό νόημα -προέρχεται από το πετάννυμι)
    κατά την πτήση του αεροπλάνου, πτήση ελικοπτέρου
    το πέταγμα του Ίκαρου και η πτήση του Ίκαρου
    η πτήση του αετού (του πτηνού) - αλλά: το πέταγμα του χαρταετού (σπάνια η πτήση του χαρταετού)

Συγγενικά επεξεργασία


Συνώνυμα επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία