πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πτεροσχιδής η πτεροσχιδής το πτεροσχιδές
      γενική του πτεροσχιδούς* της πτεροσχιδούς του πτεροσχιδούς
    αιτιατική τον πτεροσχιδή την πτεροσχιδή το πτεροσχιδές
     κλητική πτεροσχιδή(ς) πτεροσχιδής πτεροσχιδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πτεροσχιδείς οι πτεροσχιδείς τα πτεροσχιδή
      γενική των πτεροσχιδών των πτεροσχιδών των πτεροσχιδών
    αιτιατική τους πτεροσχιδείς τις πτεροσχιδείς τα πτεροσχιδή
     κλητική πτεροσχιδείς πτεροσχιδείς πτεροσχιδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
πτεροσχιδής < πτερό + -ο- + -σχιδής

πτεροσχιδής, -ής, -ές

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία