πτεροσχιδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πτεροσχιδής | η | πτεροσχιδής | το | πτεροσχιδές |
γενική | του | πτεροσχιδούς* | της | πτεροσχιδούς | του | πτεροσχιδούς |
αιτιατική | τον | πτεροσχιδή | την | πτεροσχιδή | το | πτεροσχιδές |
κλητική | πτεροσχιδή(ς) | πτεροσχιδής | πτεροσχιδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πτεροσχιδείς | οι | πτεροσχιδείς | τα | πτεροσχιδή |
γενική | των | πτεροσχιδών | των | πτεροσχιδών | των | πτεροσχιδών |
αιτιατική | τους | πτεροσχιδείς | τις | πτεροσχιδείς | τα | πτεροσχιδή |
κλητική | πτεροσχιδείς | πτεροσχιδείς | πτεροσχιδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτεροσχιδής, -ής, -ές
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πτεροσχιδής
|