Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πτητικός η πτητική το πτητικό
      γενική του πτητικού της πτητικής του πτητικού
    αιτιατική τον πτητικό την πτητική το πτητικό
     κλητική πτητικέ πτητική πτητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πτητικοί οι πτητικές τα πτητικά
      γενική των πτητικών των πτητικών των πτητικών
    αιτιατική τους πτητικούς τις πτητικές τα πτητικά
     κλητική πτητικοί πτητικές πτητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτητικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πτητικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pti.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πτη‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

πτητικός

  1. που αναφέρεται στην πτήση
    πτητική συσκευή
  2. που έχει την τάση να εξατμίζεται εύκολα
    το οινόπνευμα είναι πτητική ουσία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πτητικός πτητική τὸ πτητικόν
      γενική τοῦ πτητικοῦ τῆς πτητικῆς τοῦ πτητικοῦ
      δοτική τῷ πτητικ τῇ πτητικ τῷ πτητικ
    αιτιατική τὸν πτητικόν τὴν πτητικήν τὸ πτητικόν
     κλητική ! πτητικέ πτητική πτητικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πτητικοί αἱ πτητικαί τὰ πτητικᾰ́
      γενική τῶν πτητικῶν τῶν πτητικῶν τῶν πτητικῶν
      δοτική τοῖς πτητικοῖς ταῖς πτητικαῖς τοῖς πτητικοῖς
    αιτιατική τοὺς πτητικούς τὰς πτητικᾱ́ς τὰ πτητικᾰ́
     κλητική ! πτητικοί πτητικαί πτητικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πτητικώ τὼ πτητικᾱ́ τὼ πτητικώ
      γεν-δοτ τοῖν πτητικοῖν τοῖν πτητικαῖν τοῖν πτητικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτητικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

πτητικός, -ή, -όν

  Πηγές επεξεργασία