πτητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πτητικός | η | πτητική | το | πτητικό |
γενική | του | πτητικού | της | πτητικής | του | πτητικού |
αιτιατική | τον | πτητικό | την | πτητική | το | πτητικό |
κλητική | πτητικέ | πτητική | πτητικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πτητικοί | οι | πτητικές | τα | πτητικά |
γενική | των | πτητικών | των | πτητικών | των | πτητικών |
αιτιατική | τους | πτητικούς | τις | πτητικές | τα | πτητικά |
κλητική | πτητικοί | πτητικές | πτητικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πτητικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πτητικός
- για την δεύτερη σημασία < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική volatil
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pti.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πτη‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαπτητικός
- που αναφέρεται στην πτήση
- ⮡ πτητική συσκευή
- που έχει την τάση να εξατμίζεται εύκολα
- ⮡ το οινόπνευμα είναι πτητική ουσία
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πτητικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπτητικός, -ή, -όν
- που μπορεί να πετάξει
Πηγές
επεξεργασία- πτητικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.