volatile
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvɒl.əˌtaɪ.(ə)l/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˈvɑl.ə.tl/ & /ˈvɑl.əˌtaɪ.əl/ (ΗΠΑ)
Επίθετο
επεξεργασίαvolatile (en)
- ασταθής
- εκρηκτικός
- πτητικός (που εξατμίζεται εύκολα)
- (πληροφορική) συνήθως αναφέρεται στην μνήμη (ηλεκτρονικής συσκευής, υπολογιστή, κλπ.) που χάνει το περιεχόμενό της με την διακοπή της ηλεκτρικής τροφοδοσίας (βλ. volatile memory)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- volatile στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
volatile | volatiles |
Επίθετο
επεξεργασίαvolatile (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αποτελούμενος από πουλιά