volatile
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
volatile (en)
- ασταθής
- εκρηκτικός
- πτητικός (που εξατμίζεται εύκολα)
- (πληροφορική) συνήθως αναφέρεται στην μνήμη (ηλεκτρονικής συσκευής, υπολογιστή, κλπ.) που χάνει το περιεχόμενό της με την διακοπή της ηλεκτρικής τροφοδοσίας (βλ. volatile memory)