Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πτερωτός η πτερωτή το πτερωτό
      γενική του πτερωτού της πτερωτής του πτερωτού
    αιτιατική τον πτερωτό την πτερωτή το πτερωτό
     κλητική πτερωτέ πτερωτή πτερωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πτερωτοί οι πτερωτές τα πτερωτά
      γενική των πτερωτών των πτερωτών των πτερωτών
    αιτιατική τους πτερωτούς τις πτερωτές τα πτερωτά
     κλητική πτερωτοί πτερωτές πτερωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτερωτός < αρχαία ελληνική πτερωτός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pte.ɾoˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πτε‐ρω‐τός

  Επίθετο επεξεργασία

πτερωτός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία