κριθάρι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κριθάρι | τα | κριθάρια |
γενική | του | κριθαριού | των | κριθαριών |
αιτιατική | το | κριθάρι | τα | κριθάρια |
κλητική | κριθάρι | κριθάρια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κριθάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κριθάριν < ελληνιστική κοινή κριθάριον < υποκοριστικό του κριθή + -άριον
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɾiˈθa.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρι‐θά‐ρι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κριθάρι ουδέτερο
- (βοτανική) φυτό που ανήκει στα δημητριακά (επιστημονική ονομασία Hordeum vulgare)
- (τρόφιμα) ο καρπός του φυτού αυτού