↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κριθαρένιος η κριθαρένια το κριθαρένιο
      γενική του κριθαρένιου της κριθαρένιας του κριθαρένιου
    αιτιατική τον κριθαρένιο την κριθαρένια το κριθαρένιο
     κλητική κριθαρένιε κριθαρένια κριθαρένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κριθαρένιοι οι κριθαρένιες τα κριθαρένια
      γενική των κριθαρένιων των κριθαρένιων των κριθαρένιων
    αιτιατική τους κριθαρένιους τις κριθαρένιες τα κριθαρένια
     κλητική κριθαρένιοι κριθαρένιες κριθαρένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κριθαρένιος < κριθά(ρι) + -ένιος[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

κριθαρένιος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.