↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κριθάλευρο τα κριθάλευρα
      γενική του κριθαλεύρου
κριθάλευρου
των κριθαλεύρων
    αιτιατική το κριθάλευρο τα κριθάλευρα
     κλητική κριθάλευρο κριθάλευρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κριθάλευρο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κριθάλευρον < αρχαία ελληνική κριθή + ἄλευρον[1] (< ἀλέω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɾiˈθa.le.vɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρι‐θά‐λευ‐ρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κριθάλευρο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία