κριθάλευρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κριθάλευρο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κριθάλευρον < αρχαία ελληνική κριθή + ἄλευρον[1] (< ἀλέω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɾiˈθa.le.vɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρι‐θά‐λευ‐ρο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κριθάλευρο ουδέτερο
- (τρόφιμο)κριθαρένιο αλεύρι, από αλεσμένο κριθάρι
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κριθάλευρο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κριθάλευρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας