κριθάλευρον
Ετυμολογία
επεξεργασία- κριθάλευρον < αρχαία ελληνική κριθ(ή) + ἄλευρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίακριθάλευρον ουδέτερο
- (τρόφιμο) το κριθάλευρο
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κριθάλευρον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- κριθάλευρον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].