Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀλέω < ρίζα ἀλ-

ἀλέω-ἀλῶ

  1. αλέθω, κοπανίζω
    ἤλουν τὰ σιτία


Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλαι, ἀλέουσι δὲ λεπτά
  • βίος ἀληλεμένος : πολιτισμένο βιοτικό επίπεδο (όπου τρώνε αλεσμένα δημητριακά και όχι απλώς φρούτα, που θεωρούνταν κατώτερη τροφή)

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία

παρατατικός ἤλουν, αόριστος ἤλεσα και ποιητικός τύπος ἄλεσσα, παρακείμενος ἀλήλεκα. Παθητική φωνή αόριστος ἠλέσθην, παρακείμενος ἀλήλεσμαι και ἀλήλεμαι