• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

άλευρο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άλευρο τα άλευρα
      γενική του αλεύρου
& άλευρου
των αλεύρων
    αιτιατική το άλευρο τα άλευρα
     κλητική άλευρο άλευρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

άλευρο < μεσαιωνική ελληνική ἀλεύριν < ἀλεύριον < αρχαία ελληνική ἄλευρον < ἀλῶ

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

άλευρο ουδέτερο

  • → δείτε τη λέξη αλεύρι
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=άλευρο&oldid=5172066"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Αυγούστου 2021, στις 19:26
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Αυγούστου 2021, στις 19:26.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie