Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μυλωνάς οι μυλωνάδες
      γενική του μυλωνά των μυλωνάδων
    αιτιατική τον μυλωνά τους μυλωνάδες
     κλητική μυλωνά μυλωνάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυλωνάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μυλωνᾶς < αρχαία ελληνική μυλών (μύλος) + -ᾶς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.loˈnas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μυ‐λω‐νάς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυλωνάς αρσενικό (θηλυκό μυλωνού)

  1. (επάγγελμα) ο ιδιοκτήτης ενός μύλου
  2. (επάγγελμα) εργάτης που δουλεύει σε μύλο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία