Δείτε επίσης: μύλων
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μῠλων-
ονομαστική μυλών οἱ μυλῶνες
      γενική τοῦ μυλῶνος τῶν μυλώνων
      δοτική τῷ μυλῶν τοῖς μυλῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν μυλῶν τοὺς μυλῶνᾰς
     κλητική ! μυλών μυλῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μυλῶνε
γεν-δοτ τοῖν  μυλώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μυλών < μύλ(ος) + -ών < μύλη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μῠλών, -ῶνος αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • μύλων (σε ορισμένα χειρόγραφα των αρχαίων κειμένων)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη μύλη