Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυλωνού οι μυλωνούδες
      γενική της μυλωνούς των μυλωνούδων
    αιτιατική τη μυλωνού τις μυλωνούδες
     κλητική μυλωνού μυλωνούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυλωνού < αρσενικό μυλων(άς) + κατάληξη θηλυκού -ού

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.loˈnu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μυ‐λω‐νού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυλωνού θηλυκό

Παροιμίες επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μυλωνάς