μυλωνού
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mi.loˈnu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐λω‐νού
Ουσιαστικό επεξεργασία
μυλωνού θηλυκό
- θηλυκό του μυλωνάς
- (επάγγελμα) η ιδιοκτήτρια ενός μύλου
- (πιο συνηθισμένο) η σύζυγος του μυλωνά
- (επάγγελμα) εργάτρια που δουλεύει σε μύλο
Παροιμίες επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μυλωνάς