Ετυμολογία

επεξεργασία

κοπανίζω, αόρ.: κοπάνισα, παθ.φωνή: κοπανίζομαι, π.αόρ.: κοπανίστηκα, μτχ.π.π.: κοπανισμένος

  1. κονιορτοποιώ χτυπώντας (όπως μέσα σε γουδί)
  2. (λαϊκό) χτυπώ άγρια κάποιον
      Του την κοπάνισε στο δόξα πατρί.

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

κοπανίζω

  1. κοπανίζω στο γουδί
  2. χτυπάω δυνατά
  3. (μεταφορικά) εξουδετερώνω

Εκφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία