Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αέρα κοπανίζω < → δείτε τη λέξη αέρα, αιτιατική ενικού του αέρας & κοπανίζω

  Έκφραση επεξεργασία

αέρα κοπανίζω

  1. σπαταλάω τον χρόνο μου άσκοπα
  2. αερολογώ ή κάνω ανοησίες

Ταυτόσημο επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία