Ουσιαστικό

επεξεργασία

bang (en)

  1. ο ήχος μιας έκρηξης, πυροβολισμού κλπ
  2. (ΗΠΑ) (στον πληθυντικό) οι αφέλειες στα μαλλιά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bang (en)

  1. βροντώ, βροντοκοπώ
  2. γαμώ