Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bang bangs

bang (en)

  1. το μπαμ, ο κρότος, ο ήχος μιας έκρηξης, πυροβολισμού κλπ
      The door made a bang (as it closed).
    Η πόρτα έκανε μπαμ.
      A very loud bang was heard.
    Ακούστηκε ένα μπαμ πολύ δυνατό.
      He closed the door with a bang.
    Έκλεισε την πόρτα με κρότο.
  2. το χτύπημα, βίαιο επώδυνο χτύπημα σε ένα μέρος του σώματος
      a bang on the head - χτύπημα στο κεφάλι
  3. (μόνο πληθυντικός, αμερικανική σημασία) οι αφέλειες στα μαλλιά
      She cut her hair and gave herself bangs.
    Έκοψε τα μαλλιά της και τα έκανε με αφέλειες.
      She has bangs (in her hair).
    Έχει τα μαλλιά της αφέλειες.
ενεστώτας bang
γ΄ ενικό ενεστώτα bangs
αόριστος banged
παθητική μετοχή banged
ενεργητική μετοχή banging

bang (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω, βροντάω, βροντοκοπώ, χτυπώ κάτι με τρόπο που κάνει δυνατό θόρυβο
      He banged his fist on the table.
    Χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι.
      Who’s banging on the door?
    Ποιος βροντάει στην πόρτα;
      Don’t bang on the door like that, you’ll break it.
    Μη βροντοκοπάς έτσι την πόρτα, θα τη σπάσεις.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω, κάνω μπαμ, κλείνω κάτι με δυνατό θόρυβο
      The shutters were banging against the wall.
    Τα παντζούρια χτυπούσαν στον τοίχο.
      The door banged.
    Η πόρτα έκανε μπαμ.
  3. (μεταβατικό) χτυπάω, βάζω κάτι κάπου ξαφνικά και βίαια
      The judge banged the gavel.
    Ο δικαστής χτύπησε το σφυρί.
  4. (μεταβατικό) κοπανίζω, χτυπάω κάτι, ειδικά ένα μέρος του σώματος, σε κάτι κατά λάθος
      I fell and banged my knee.
    Έπεσα και κοπάνισα το γόνατό μου.
      As he was getting up, he banged his head against the table.
    Καθώς σηκωνόταν χτύπησε το κεφάλι του στο τραπέζι.
  5. (μεταβατικό & αμετάβατο, αργκό, χυδαίο) γαμάω
      He banged her.
    Τη γάμησε.