Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άλεση οι αλέσεις
      γενική της άλεσης* των αλέσεων
    αιτιατική την άλεση τις αλέσεις
     κλητική άλεση αλέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άλεση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άλεση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία