δημητριακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | δημητριακά | ||
γενική | των | δημητριακών | ||
αιτιατική | τα | δημητριακά | ||
κλητική | δημητριακά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δημητριακά < ελληνιστική κοινή δημητριακά, ουδέτερο του δημητριακός < αρχαία ελληνική Δημήτηρ < δᾶ (=γῆ) + μήτηρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδημητριακά ουδέτερο, πληθυντικός