cereal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cereal | cereals |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcereal (en)
- (βοτανική) το φυτό της οικογένειας των δημητριακών
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, τρόφιμο) τα δημητριακά για το πρόγευμα
- ⮡ cereal with dark chocolate - δημητριακά με μαύρη σοκολάτα
Πηγές
επεξεργασία
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
cereal | cereales |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcereal (es) αρσενικό
- δημητριακό
- (στον πληθυντικό, τρόφιμο) δημητριακά για το πρόγευμα