↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πίτουρο τα πίτουρα
      γενική του πίτουρου των πίτουρων
    αιτιατική το πίτουρο τα πίτουρα
     κλητική πίτουρο πίτουρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πίτουρο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πίτυρον με διατήρηση της προφοράς του ύψιλον ως [u] [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpi.tu.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πί‐του‐ρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πίτουρο ουδέτερο

  1. το περικάρπιο του σιτόκοκκου
  2. τα υπολείμματα του φλοιού των δημητριακών που διαχωρίζονται από το αλεύρι μετά το άλεσμα και χρησιμοποιούνται κυρίως για ζωοτροφή
    ⮡  Το ψωμί ολικής άλεσης, που περιέχει και πίτουρο, είναι πλουσιότερο σε φυτικές ίνες από το λευκό ψωμί.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία