Ουσιαστικό

επεξεργασία

son (az)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Αντωνυμία

επεξεργασία

son (fr) κτητική αντωνυμία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
son sons

son (fr) αρσενικό

  1. ο ήχος, το άκουσμα
  2. το πίτουρο



Ουσιαστικό

επεξεργασία

son (ca)


Ουσιαστικό

επεξεργασία

son (tr)

Συγγενικά

επεξεργασία