πίτυρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πίτυρο | τα | πίτυρα |
γενική | του | πίτυρου | των | πίτυρων |
αιτιατική | το | πίτυρο | τα | πίτυρα |
κλητική | πίτυρο | πίτυρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πίτυρο < αρχαία ελληνική πίτυρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπίτυρο ουδέτερο
- εξωτερικός φλοιός σπόρων δημητριακών, ο οποίος αποβάλλεται κατά την άλεσή τους
- ※ και το άλευρον το περιέχον πίτυρον, το οποίον προέρχεται εκ της εξωτερικής στιβάδος των κόκκων τούτων δια τούτο ορθώς ποιoύντες οι χωρικοί δεν αφαιρούσαν από του αλεύρου όλον το πίτυρον (Περικλής Ι. Σούτσος, Στοιχεία Στρατιωτικής Υγιεινής, εκδ. Βιλλαρά, Αθήνα, 1865, σελ. 260 [1])
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- πιτυρούχος
- πιτυρόψωμο
- → δείτε τη λέξη πιτυρίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πίτυρο
|