↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πῐτῡρο-
ονομαστική τὸ πίτυρον τὰ πίτυρ
      γενική τοῦ πιτύρου τῶν πιτύρων
      δοτική τῷ πιτύρ τοῖς πιτύροις
    αιτιατική τὸ πίτυρον τὰ πίτυρ
     κλητική ! πίτυρον πίτυρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πιτύρω
γεν-δοτ τοῖν  πιτύροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πίτυρον < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πίτυρον, -ου ουδέτερο

  1. πίτουρο, φλοιός σιταριού
    ※  4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Περὶ τοῦ στεφάνου (Ὑπὲρ Κτησιφῶντος), 259
    ἀνὴρ δὲ γενόμενος τῇ μητρὶ τελούσῃ τὰς βίβλους ἀνεγίγνωσκες καὶ τἄλλα συνεσκευωροῦ, τὴν μὲν νύκτα νεβρίζων καὶ κρατηρίζων καὶ καθαίρων τοὺς τελουμένους καὶ ἀπομάττων τῷ πηλῷ καὶ τοῖς πιτύροις, καὶ ἀνιστὰς ἀπὸ τοῦ καθαρμοῦ κελεύων λέγειν «ἔφυγον κακόν, εὗρον ἄμεινον»,
    Όταν ενηλικιώθηκες, διάβαζες τα βιβλία με τις ευχές, όσο η μητέρα σου τελούσε το τελετουργικό της μύησης, και τη βοηθούσες να τακτοποιήσει τα διάφορα σκεύη· τη νύχτα, ντύνοντας με δέρμα ελαφιού τους κατηχουμένους, κάνοντας αναμίξεις στον κρατήρα, καθαρίζοντας και τρίβοντας τα σώματά τους με λάσπη και πίτουρα, σηκώνοντάς τους όρθιους μετά τον καθαρμό, βάζοντάς τους να λένε «γλίτωσα από το κακό, βρήκα το καλό»,
    Μετάφραση (2012): Α.Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. (ιατρική) πιτυρίδα, νόσος της επιδερμίδας (ιδιαίτερα της κεφαλής)
    ※  1ος κε αιώνας Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 1, 30.3 @scaife.perseus
    ἀποσμήχει δὲ καὶ πίτυρα καὶ ἀχῶρας καὶ ψώρας καὶ λέπρας, βράδιόν τε πολιοῖ καθ ἑκάστην ἡμέραν ἐπαλειφόμενον.
  3. (ιατρική) ίζημα στα ούρα
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ φύσιος ἀνθρώπου, (De natura hominis), 14 , @scaife.perseus
    ὁκόσοισι δὲ καθαρὸν τὸ οὖρον ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε, ὁκοῖον δὲ πίτυρα ἐπιφέρεται ἐν τῷ οὐρήματι, τουτέων δὲ ἡ κύστις ψωριᾷ.

Παράγωγα

επεξεργασία