περικάρπιο(1): 1.ενδοκάρπιο, 3.μεσοκάρπιο, 4.εξωκάρπιο ή επικάρπιο. Το (2) είναι το σπέρμα (δεν ανήκει στο περικάρπιο).
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περικάρπιο τα περικάρπια
      γενική του περικαρπίου
περικάρπιου
των περικαρπίων
    αιτιατική το περικάρπιο τα περικάρπια
     κλητική περικάρπιο περικάρπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περικάρπιο < αρχαία ελληνική περικάρπιον < περί + καρπός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.riˈkar.pi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐κάρ‐πι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περικάρπιο ουδέτερο

  1. (βοτανική) το περίβλημα του καρπού των φυτών, μέσα στο οποίο βρίσκεται το σπέρμα. Διακρίνεται, από μέσα προς τα έξω, σε ενδοκάρπιο, μεσοκάρπιο και εξωκάρπιο ή επικάρπιο
    ※  Υπάρχουν πολλές ποικιλίες φουντουκιάς που καλλιεργούνται στη χώρα μας. (...) Έχει λεπτό περικάρπιο που αποχωρίζεται εύκολα από το σπέρμα του. (*)
  2. (ανατομία) το τμήμα του χεριού γύρω από τον καρπό
  3. οτιδήποτε φοριέται ή τυλίγεται γύρω από τον καρπό του χεριού
    ※  Πολλά από τα αρχαία που είχε στην κατοχή του ο αρχαιοκάπηλος είναι της 3ης χιλιετίας π.Χ. Πρόκειται για 18 νεολιθικά ειδώλια, 93 λίθινα εργαλεία, τρία χάλκινα περίαπτα (…), 2 χάλκινα περικάρπια, ένα περιλαίμιο και ένα πήλινο ομοίωμα νεολιθικής οικίας. (*)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία