περικαρπιακά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περικαρπιακά < περικαρπιακός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
περικαρπιακά
- στην περιοχή του περικαρπίου
Μεταφράσεις επεξεργασία
περικαρπιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
περικαρπιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του περικαρπιακός