περικαρπιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περικαρπιακός < περικάρπιο + -ακός < αρχαία ελληνική περικάρπιον < περί + καρπός
Επίθετο
επεξεργασίαπερικαρπιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το περικάρπιο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- περικαρπιακά
- περικαρπικός
- → δείτε τις λέξεις περικάρπιο, περί και καρπός
Μεταφράσεις
επεξεργασία περικαρπιακός