↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επικάρπιο τα επικάρπια
      γενική του επικάρπιου
επικαρπίου
των επικάρπιων
επικαρπίων
    αιτιατική το επικάρπιο τα επικάρπια
     κλητική επικάρπιο επικάρπια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επικάρπιο < (ελληνιστική κοινήἐπικάρπιον < αρχαία ελληνική ἐπικάρπιος < ἐπί + καρπός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επικάρπιο ουδέτερο

  1. (βοτανική) το μεμβρανώδες περίβλημα του περικάρπιου
     συνώνυμα: εξωκάρπιο
  2. (ανατομία) το τμήμα του χεριού λίγο πάνω από τον καρπό
    Σε «αιμορροϊκό σοκ από τραύμα στο δεξιό επικάρπιο», όπως μνημονεύεται στην ιατροδικαστική έκθεση, αποδίδεται ο θάνατος του 20χρονου σπουδαστή. (*)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία